μήνυση

μήνυση
η
καταγγελία αξιόποινης πράξης ή παράνομης ενέργειας στις δικαστικές αρχές, η αγωγή: Θα σου κάνω μήνυση για εξύβριση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • μηνύσῃ — μηνύσηι , μήνυσις laying of information fem dat sg (epic) μηνύ̱σῃ , μηνύω disclose what is secret aor subj mid 2nd sg μηνύ̱σῃ , μηνύω disclose what is secret aor subj act 3rd sg μηνύ̱σῃ , μηνύω disclose what is secret fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενίας γραφή — Μήνυση που μπορούσε να υποβάλει κάθε πολίτης της αρχαίας Αθήνας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα εναντίον κάθε ξένου που αντιποιόταν δικαιώματα Αθηναίου πολίτη ενώ ήταν από άλλη πόλη και μόνο σαν μέτοικος μπορούσε να παραμένει στην Αθήνα …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • νοτωρία — νοτωρία, ἡ (Μ) μήνυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. notōrium «μήνυση»] …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • έγκληση — η 1. κατηγορία, καταγγελία, μήνυση. 2. (νομ.), μήνυση που γίνεται από το θύμα ή από όποιον έχει δικαίωμα, για αξιόποινη πράξη που δε διώκεται αυτεπάγγελτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”